- κονιορτωδης
- κονιορτώδηςκονιορτ-ώδης2пыльный
(τὰ ἔρια Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ ἔρια Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κονιορτώδης — dusty masc/fem acc pl (attic epic doric) κονιορτώδης dusty masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κονιορτώδης dusty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτώδης — ες (Α κονιορτώδης, ῶδες) [κονιορτός] 1. αυτός που μοιάζει με κονιορτό 2. γεμάτος σκόνη («οἱ σῆτες ἐμφύονται μᾱλλον, ὅταν κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κονιορτώδη — κονιορτώδης dusty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κονιορτώδης dusty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κονιορτώδης dusty masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτῶδες — κονιορτώδης dusty masc/fem voc sg κονιορτώδης dusty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτώδεις — κονιορτώδης dusty masc/fem acc pl κονιορτώδης dusty masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτωδῶς — κονιορτώδης dusty adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτώδους — κονιορτώδης dusty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κόνιος — κόνιος, ία, ον (Α) [κόνις] 1. γεμάτος σκόνη, κονιορτώδης* 2. (ως επίθ. τού Διός) Κόνιος αυτός που σηκώνει κονιορτό («Διὸς Κονίου ναός», Παυσ.) … Dictionary of Greek
ՓՈՇԵՏԵՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0954 Chronological Sequence: 5c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c, 15c ա. ՓՈՇԵՏԵՍԱԿ κονιορτώδης pulverulentus եւ այլն. գրի եւ ՓՈՇԷՏԵՍԱԿ, եւ ՓՈՇԻԱՏԵՍԱԿ. Որ ունի զտեսիլ փոշւոյ. նման փոշւոյ, մանր, թեթեւ՝ իրօք կամ նմանութեամբ. *(Մեղուին է ) ո՛չ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)